WebTech Rodos: Το καλοκαίρι του 2022, η Sony Electronics, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την Sony Interactive Entertainment και το PlayStation, έκανε μια φιλόδοξη προσπάθεια για να μπει στο χώρο του gaming με τη σειρά Inzone. Στη σειρά αυτή συναντάμε διάφορα gaming headsets, καθώς και δύο οθόνες, τις Inzone M9 και Inzone M3. Η πρώτη έχει ανάλυση 4K και σε συνδυασμό με τη θύρα HDMI 2.1 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια καλή επιλογή για τους παίκτες του PlayStation 5, ενώ η δεύτερη απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους επαγγελματίες των eSports χάρη στον υψηλό ρυθμό ανανέωσής της στα 240Hz. Όπως θα δούμε στην πορεία, το πρόβλημα με την Inzone M3 δεν εντοπίζεται στις επιδόσεις της, αλλά στην αδικαιολόγητα υψηλή τιμή της σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Η οθόνη της Sony διακρίνεται για το καλαίσθητο και ξεχωριστό design της, έστω κι αν αυτό περιορίζει σημαντικά την εργονομία της. Ο ασπρόμαυρος χρωματισμός παραπέμπει σαφέστατα στο Playstation 5, και είναι εναρμονισμένος με αυτόν των υπολοίπων περιφερειακών Inzone. Ως εκ τούτου, εάν η κονσόλα αυτή κυριαρχεί στο γραφείο σας ή αν θέλετε να στήσετε ένα λευκό setup η Inzone M3 αποτελεί μια ενδεδειγμένη λύση. Η βάση της είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες που έχουμε συναντήσει, μιας και λειτουργεί ουσιαστικά ως τρίποδο, ωστόσο θα χρειαστείτε κατσαβίδι για τη συναρμολόγησή της. Εκτός αυτού, οι εργονομικές επιλογές είναι πολύ περιορισμένες. Μπορείτε να ρυθμίσετε την κλίση από -20 έως 20 μοίρες και να ρυθμίσετε το ύψος σε εύρος 7 εκατοστών, αλλά μέχρι εκεί. Οι περισσότερες οθόνες της αγοράς επιτρέπουν τη ρύθμιση του ύψους σε εύρος 11 ή 13 εκατοστών, αλλά και τη δυνατότητα στρέψης, τουλάχιστον στον οριζόντιο άξονα. Τουλάχιστον υποστηρίζεται VESA mount (100 επί 100 χιλιοστά) για όσους θέλουν να την τοποθετήσουν στον τοίχο τους ή πάνω σε κάποιον βραχίονα, όπως τον Arctic X-1 3D.
Οι διαστάσεις της ανέρχονται στα 615 επί 479 επί 248 χιλιοστά και το βάρος της στα 6.2 κιλά. Το αποτύπωμα της Inzone M3 πάνω στο γραφείο σας είναι αρκετά μικρότερο από αυτό άλλων οθονών με διαγώνιο 27-ιντσών, οπότε αν ο χώρος που έχετε στη διάθεσή σας είναι περιορισμένος είναι καλό να την έχετε στα υπόψη σας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποια λαβή μεταφοράς πάνω στον λαιμό της οθόνης, όπως έχουμε δει σε μοντέλα άλλων εταιριών, οπότε θα πρέπει να είστε ιδιαίτερα προσεχτικοί κατά την μεταφορά της. Η ποιότητα κατασκευής είναι ικανοποιητική, αν και δεν συνάδει με την premium τιμή της Inzone M3.
Σε ότι αφορά τη συνδεσιμότητα, συναντάμε δύο εισόδους HDMI 2.1, μια είσοδο DisplayPort 1.4, μια θύρα USB Type-C, μια θύρα USB Type- B (upstream), τρεις θύρες USB Type-A (downstream) και μια έξοδο ακουστικών. Όλες οι υποδοχές βρίσκονται στο κάτω μέρος της οθόνης και ως εκ τούτου είναι κάπως δυσπρόσιτες και δεν διευκολύνουν το βάλε-βγάλε των καλωδίων. Ο εξοπλισμός συμπληρώνεται από δύο στερεοφωνικά ηχεία ισχύος 2W, των οποίων οι επιδόσεις κρίνονται επιεικώς μέτριες.
Η πρόσβαση στο OSD μενού γίνεται μέσω ενός εύχρηστου joystick που βρίσκεται στην πίσω πλευρά της οθόνης. Πέρα από αυτό, έχουμε και το Inzone Hub, ένα συνοδευτικό λογισμικό, που σας επιτρέπει να ρυθμίσετε εύκολα και γρήγορα την οθόνη σας.
Η Inzone M3 διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά που επικεντρώνονται στο PlayStation 5, όπως το Auto HDR Tone Mapping, το οποίο βελτιστοποιεί αυτόματα τις ρυθμίσεις του HDR, και το Auto Genre Picture Mode, που βελτιστοποιεί την εικόνα ανάλογα με το περιεχόμενο. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν μπορούμε να πούμε ότι δίνουν το κάτι παραπάνω στον έμπειρο χρήστη, αυτόν δηλαδή που ξέρει πώς ακριβώς να επιτύχει την επιθυμητή εικόνα, αλλά η ύπαρξή τους είναι ευπρόσδεκτη για όσους χρήστες δεν έχουν εμπειρία στο πώς να βελτιστοποιήσουν την εικόνα της οθόνης τους.
Περνώντας στο κομμάτι των επιδόσεων, η Sony Inzone M3 επιδεικνύει ένα επίπεδο πάνελ IPS με διαγώνιο 27-ιντσών, ανάλυσης 1.920 επί 1.080 pixels, με ρυθμό ανανέωσης 240Hz και χρόνο απόκρισης 1ms.
Η τυπική φωτεινότητα ανέρχεται στα 400 nits, ωστόσο στις μετρήσεις μας η οθόνη έδειξε ακόμη καλύτερες επιδόσεις, μιας και στην απόδοση περιεχομένου SDR η μέγιστη φωτεινότητα μετρήθηκε στα 443 nits, ενώ κατά την απόδοση περιεχομένου HDR, η μέγιστη φωτεινότητα μετρήθηκε στα 491 nits. Ο λόγος αντίθεσης είναι επίσης λίγο μεγαλύτερος από τον ονομαστικό, καθώς μετρήθηκε στα 1.080:1. Η ομοιομορφία της φωτεινότητας δεν είναι η καλύτερη δυνατή, μιας και η τεχνολογία φωτισμού είναι edge-lit, και ως εκ τούτου οι περιοχές που βρίσκονται στα άκρα της οθόνης είναι πιο φωτεινές από αυτές που βρίσκονται στο κέντρο.
Η οθόνη καλύπτει το 97% του χρωματοχώρου sRGB, το 78% του χρωματοχώρου AdobeRGB και το 80% του χρωματοχώρου DCI-P3. Οι τιμές αυτές είναι από τις χαμηλότερες που έχουμε δει στις σύγχρονες οθόνες με πάνελ IPS το τελευταίο διάστημα. Αρνητικές εντυπώσεις, μας άφησε και η χρωματική ακρίβεια της οθόνης, μιας και το dE μετρήθηκε στο 4.4.
Η Inzone M3 φέρει πιστοποίηση Nvidia G-Sync με εύρος 24-240Hz. Ως εκ τούτου, αν το game σας τρέχει μεταξύ των 24 και των 240fps, η οθόνη προσαρμόζει αυτόματα τον ρυθμό ανανέωσής της, εξαλείφοντας τα φαινόμενα του screen tearing. Το latency μετρήθηκε στα 4.3ms, μια επίδοση που σίγουρα δεν είναι κακή, όμως είναι χαμηλότερη από αυτή που προσφέρουν άλλες ανταγωνιστικές οθόνες.
VERDICT
Η Sony Inzone M3 προσφέρει αρκετά αξιοπρεπείς επιδόσεις και έρχεται με κάποια χαρακτηριστικά που θα εκτιμηθούν από τους χρήστες του PlayStation 5, ωστόσο με μια τιμή στα 719€ ο χρήστης δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο να επενδύσει σε αυτήν. Τη σήμερον ημέρα θα βρείτε πολλές FHD οθόνες με ρυθμό ανανέωσης 240Hz στα μισά χρήματα, και μάλιστα αρκετές εξ’ αυτών επιδεικνύουν πολύ καλύτερη χρωματική συμπεριφορά και καλύτερη εργονομία από την πρόταση της Sony. Το μόνο επιχείρημα που έχει να αντιπαραθέσει προς υπεράσπισή της είναι το πανέμορφο design της, το οποίο είναι εναρμονισμένο με αυτό του PlayStation 5 και των υπολοίπων περιφερειακών Inzone
πηγή: pcmag.com